δεκαοκταμελής

δεκαοκταμελής
-ές
(ομάδα, συμβούλιο κ.λπ.) που αποτελείται από δεκαοκτώ μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκτώ + -μελής < μέλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”